Είσσιεν πριν γρόνια κάμποσα έναν πασσιήν βοσκόν
που είπεν εβαρήθηκα,θα 'φηκω το χωρκόν
θα πκιάω το πιθκιαύλιν μου,θα πκιάω τα χτηνά
να πάμεν εις την ζούγκλαν,να ζιώ βασιλικά
να κάτσουμεν λλίον τζιαιρόν μέσα στες φυλλωσσιές
έτσι,ν'αλλάξει ο αέρας μας,για λλίες διακοπές
εφόρτωσεν τα μιαν αφκήν έφυεν με το πλοίον
κάμποσον εταξίδεψεν,θκυο μήνες τζ'αλλο λλίον
μιαν μμέραν σαν εκάθετουν τζ''εγλεπεν τα χτηνά
άξιππα αντελοσσσιάστην που μιάλην παουρκά
θωρεί ομπρός του άδρωπον,με τες πετσσιές ντυμένον
παλλικαρά πολλά ψηλόν μα τζιαι ξιμαρισμένον
μα ποιός εν που σαι γιόκκα μου,για ίντα παουρίζεις
τι κάμνεις μες τα κάκκαφα τζιαι ίντα καττσιαρίζεις
λαλεί του είμαι ο Τταρζάν,τζ'η ζούγκλα εν το χωρκόν μου
οι φίλοι μου εν τα χτηνά,τζ'οι σπήλλιοι πατρικό μου
εγιώ λαλει του είμαι βοσκός τζιαι ήρτα που τα πέρα
της αφροδίτης το νησίν που άφηκα μιαν ημέρα
μα σαν εσυντιχάννασιν ο σσιύλος του κοντεύκει
κάθεται γονατά χαμέ,λαξίματα αρκεύκει
ίντα το αφήννεις το χτηνόν τρεις μέρες πεινασμένον
εννα σε πκιάει που τα πλευρά,πεινά το καημένον
λαλεί του εσού που ξέρεις,τάχατες πως πεινά
εν λάξιμον του σσσιύλλου έννεν καμια μιλιά
τζιαι πολοάται ο Τταρζάν λαλεί του αγρωνίζω
ούλλες τες γλώσσες των χτηνών,ξερε το πως γνωρίζω
τζιαι πολοάται ο γάδαρος,αρκεύκει αγκανίζει
την τζιεφαλήν του στον Τταρζάν κάμποσον σσιομαλίζει
λαλεί του τούτον το χτηνόν εσπάρκωσεν καμπόσο
τζιαι μια γαούραν εύρε του,αλλιώς εννα θυμώσω
κάμνει να φύει άξξιπα,μα η αίγια πεμπερίζει
κάμποσον νεκαλιέται,γυρόν-γυρόν γυρίζει
πρίν να προλάβει ο Τταρζάν τον λόον του να κόψει
πετάσσεται τζιαι ο βοσκός για να τον διακόψει
μεν της ακούεις τι λαλεί,αλλά εμέναν ρώτα
εγίνην ό,τι εγίνηκεν αλλά μου ετρίφτην πρώτα